- χαλκάνθου
- χάλκανθονsolution of blue vitriolneut gen sgχάλκανθοςmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χαλκανθίζω — Α [χάλκανθον] 1. έχω το χρώμα τού χαλκάνθου 2. (για νερό ιαματ. πηγών) περιέχω θειικό χαλκό … Dictionary of Greek